- χρυσόγλωσσος
- και δ. γρφ. χρυσόγλωττος, -ον, Μχρυσόστομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πικρό-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσόγλωττος — χρυσόγλωσσος , χρυσόγλωσσος golden tongued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσογλώττῳ — χρυσογλώσσῳ , χρυσόγλωσσος golden tongued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)